- αναιμικός
- anémique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αναιμικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναιμία 2. αυτός που πάσχει από αναιμία 3. ασθενικός, άτονος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀναιμία, πρβλ. αγγλ. an(a)emic. Ο ελληνικός όρος αναιμικός πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Πύρλα) … Dictionary of Greek
αναιμικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αναιμία: Είπαν οι γιατροί πως το παιδί είναι αναιμικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] … Dictionary of Greek
ασπρουλιάρης — άρα, ικο ο ωχρός, ο αναιμικός … Dictionary of Greek
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
άναιμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αίμα: Υπάρχουν ζώα άναιμα. 2. αναιμικός, άτολμος: Είναι άναιμος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)